Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δὲ λαοί

См. также в других словарях:

  • λάοι — λάοῑ , λάω 1 pres opt act 3rd sg (epic) λάοῑ , λάω 2 seize pres opt act 3rd sg (epic doric) λάοῑ , λάζω fut opt act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοί — λᾱοί , λαός men masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • ιταλικοί λαοί — Ονομασία του συνόλου του πληθυσμού της προρωμαϊκής Ιταλίας, που διέφερε στην καταγωγή, στη φυλή και στη γλώσσα από τους Λίγυρες, τους Σικανούς, τους Eτρούσκους και τους Έλληνες αποίκους. Οι νεότερες επιστημονικές υποθέσεις καταλήγουν στο… …   Dictionary of Greek

  • κυνηγοί κεφαλών — Λαοί που διατηρούν ως έθιμο την αποκοπή της κεφαλής του ηττημένου εχθρού, τη διατήρησή της και την ανάδειξή της. Ο στολισμός του πολεμιστή με το κρανίο του νικημένου ως είδος τροπαίου αποτελεί τυπικό γνώρισμα αρκετών πρωτόγονων φυλών, ιδίως της… …   Dictionary of Greek

  • Σημίτες — Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από… …   Dictionary of Greek

  • Άριοι — Λαοί ινδοευρωπαϊκής φυλής που εισέβαλαν στην Ινδία περίπου το 1800 π.Χ. Αρία φυλή λέγεται και η υποθετική φυλετική ενότητα, δημιούργημα κυρίως των θεωρητικών του εθνικοσοσιαλισμού (ναζισμού) …   Dictionary of Greek

  • Παταγόνες — Λαοί του ακραίου νοτίου τμήματος του αργεντινού εδάφους, που ανήκουν στη λεγόμενη παμπεανική φυλή και μιλούν τη δική τους γλώσσα (τσονέκ ή τσονέκα). Το όνομα Τεουέλτσε, με το οποίο χαρακτηρίζονται συχνά οι Π., προέρχεται από την αρακουανική… …   Dictionary of Greek

  • Πυγμαίοι — Λαοί της Αφρικής που κατοικούν κατά μικρές ομάδες, στις πιο απρόσιτες ζώνες των ισημερινών δασών της κεντρικής Αφρικής από την Γκαμπόν και το Καμερούν έως την Ουγκάντα, τη Ρουάντα και το Μπουρούντι. Αν και μερικοί ανθρωπολόγοι θεωρούν ότι οι Π.… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • АНАГРАММАТИЗМ — [греч. ἀναγραμματισμός], один из основных видов композиции в поздневизант. певч. искусстве, означает перестановку «грамм» (τὰ γράμματα), т. е. слов, синтагм или целых стихов поэтического текста песнопения. Из за мелодической акцентировки и… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»